υπομοχλεύω

υπομοχλεύω
ὑπομοχλεύω ΝΑ
νεοελλ.
1. κινώ ή μετακινώ κάτι με τη χρήση μοχλού
2. μτφ. αναμόχλευση
αρχ.
ενεργώ ως μοχλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + μοχλεύω «μετακινώ με τη βοήθεια μοχλού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπομοχλεύσει — ὑπομοχλεύω act as a lever aor subj act 3rd sg (epic) ὑπομοχλεύω act as a lever fut ind mid 2nd sg ὑπομοχλεύω act as a lever fut ind act 3rd sg ὑ̱πομοχλεύσει , ὑπομοχλεύω act as a lever futperf ind mp 2nd sg ὑ̱πομοχλεύσει , ὑπομοχλεύω act as a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομοχλευόμενον — ὑπομοχλεύω act as a lever pres part mp masc acc sg ὑπομοχλεύω act as a lever pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομοχλεύοντας — ὑπομοχλεύω act as a lever pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπομόχλευση — η, Ν 1. μετακίνηση ενός αντικειμένου με τη χρησιμοποίηση μοχλού 2. μτφ. αναμόχλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπομοχλεύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπομόχλευσις, μαρτυρείται από το 1894 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”